- μουσοτραφής
- -ές (Α μουσοτραφής, -ές)νεοελλ.αυτός που από μικρή ηλικία ασχολείται με τις καλές τέχνες και τα γράμματααρχ.αυτός που ανατράφηκε από τις Μούσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τραφής (< τρέφω), πρβλ. θεο-τραφής].
Dictionary of Greek. 2013.